ειλικρινής

ειλικρινής
-ές (AM εἰλικρινής, -ές)
ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος
μσν.
καθαρός, αμόλυντος
αρχ.
1. καθαρός, αμιγής
2. απλός, απόλυτος
3. ολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού οποίου το β' συνθετικό προέρχεται από το θ. τού κρίνω με επίθημα -es- (πρβλ. ευκρινής). Το α' συνθετικό είναι αβέβαιης προελεύσεως, πιθ. όμως να προέρχεται από τη λ. είλη, το δε -ι να είναι συνδετικό φωνήεν (πρβλ. αιγιπόδης). Η σημασία τής λέξεως ειλικρινής θα ήταν «ευδιάκριτος από τον ήλιο», η λ. είλη όμως σημαίνει «θερμότητα τού ήλιου», το δε Felā στη δωρική διάλεκτο αναφέρεται στο «φως». Έτσι δεν αποκλείεται το α' συνθετικό τής λέξεως να προέρχεται από το ρ. είλω «γυρίζω, στρέφω, κάνω κάτι να γυρίσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἱλικρινής — εἰλικρινής , εἰλικρινής unmixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινής — unmixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλικρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, ουδ. πληθ. ή, επίρρ. ά που εκφράζεται απροκάλυπτα, ανυπόκριτος, φιλαλήθης, απροσποίητος: Ειλικρινής φίλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰλικρινῆ — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εἰλικρινής unmixed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινέστερον — εἰλικρινής unmixed adverbial comp εἰλικρινής unmixed masc acc comp sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινεστάτων — εἰλικρινής unmixed fem gen superl pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινεστέρων — εἰλικρινής unmixed fem gen comp pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινέα — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινές — εἰλικρινής unmixed masc/fem voc sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινέστατα — εἰλικρινής unmixed adverbial superl εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”